Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λημάτιον — λημάτιον, τὸ (Α) [λήμα (II)] (κατά τον Ησύχ.) «φρόνημα» … Dictionary of Greek
λημάτια — λημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)